επισπεύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επισπεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επισπεύδω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισπεύδω
- θα επισπεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισπεύδω