επισπεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

επισπεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επισπεύδω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισπεύδω
  3. θα επισπεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισπεύδω