επιστέψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επιστέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιστέφω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιστέφω
  3. θα επιστέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιστέφω