επιστέψουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επιστέψουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιστέφω
  2. θα επιστέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιστέφω