επιτρέψουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιτρέψουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτρέπω
- θα επιτρέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτρέπω