επιτύχουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιτύχουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτυγχάνω
- θα επιτύχουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτυγχάνω