επιχωματώσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επιχωματώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιχωματώνω
  2. θα επιχωματώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιχωματώνω