επωάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επωάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος επωάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

επωάζομαι

→ δείτε τη λέξη επωάζω