εσφαλμένως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσφαλμένως < ελληνιστική κοινή ἐσφαλμένως
Επίρρημα[επεξεργασία]
εσφαλμένως
- (λόγιο) άλλη μορφή του εσφαλμένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εσφαλμένως
|