ευήχως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευήχως < ελληνιστική κοινή εὐήχως < εὔηχος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ευήχως
- (λόγιο) άλλη μορφή του εύηχα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευήχως
|