ευανάγνωστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευανάγνωστα < ευανάγνωστος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ευανάγνωστα
- με ευανάγνωστο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευανάγνωστα
|