ευανάγνωστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευανάγνωστος < αρχαία ελληνική εὐανάγνωστος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.vaˈna.ɣno.stos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ευανάγνωστος -η -ο
- που διαβάζεται εύκολα, χωρίς δυσκολίες