ευλογοφανώς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευλογοφανώς < ευλογοφανής + -ώς < ελληνιστική κοινή εὐλογοφανής
Επίρρημα
[επεξεργασία]ευλογοφανώς
- (λόγιο) με ευλογοφανή τρόπο, με ευλογοφάνεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευλογοφανώς
|