ευσταχιανή σάλπιγγα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευσταχιανή σάλπιγγα
- ευσταχιανός < νεολατινική eustachianus από το όνομα του Ιταλού ανατόμου Bartolomeo Eustachi (Ευστάχιος) [1]
- σάλπιγγα: βλέπε σάλπιγγα
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ευσταχιανή σάλπιγγα θηλυκό
- (ανατομία), (φυσιολογία), (ωτορινολαρυγγολογία) σωληνίσκος που συνδέει το μέσο ους με το ρινοφάρυγγα[2] για την ισοστάθμιση της εξωτερικής κι εσωτερικής πίεσης ακουστικού τυμπάνου[3]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευσταχιανή σάλπιγγα
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ευσταχιανός στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)