εφαρμοστείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εφαρμοστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εφαρμόζομαι
- θα εφαρμοστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εφαρμόζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εφαρμόζομαι