εἰσρέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]εἰσρέω
- εισρέω, χύνομαι μέσα σε κάτι
- ἀμφοτέροις τῆς διώρυγος κλεῖθρα οἷς ταμιεύουσιν οἱ ἀρχιτέκτονες τό τε εἰσρέον ὕδωρ καὶ τὸ ἐκρέον (Στράβων, Γεωγραφία, 17.1)
- εισρέω με τη μεταφορική έννοια και όχι μόνον για υγρά, εισέρχομαι, εισάγομαι με κάποια μορφή ροής όμως
- Ἄγιδος δὲ βασιλεύοντος εἰσερρύη νόμισμα πρῶτον εἰς τὴν Σπάρτην, καὶ μετὰ τοῦ νομίσματος πλεονεξία καὶ πλούτου ζῆλος : αλλά κατά τη βασιλεία του Άγιδος πρωτοεισήχθη στη Σπάρτη το χρήμα και με αυτό η πλεονεξία και η επιθυμία για τον πλούτο (Πλούταρχος, Λυκούργος, 30)
- ἔρως δέ ἐκλήθη, ὅτι εἰσρεῖ ἔξωθεν καὶ οὐκ οἰκεία ἐστὶν ἡ ῥοὴ : ο έρωτας δε ονομάστηκε έτσι επειδή εισρέει από έξω και η ροή δεν είναι εσωτερική/εγγενής (Πλάτωβ, Κρατύλος, 420α)