ζαμπαγιόνε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ένα πιάτο Ζαμπαγιόνε.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαμπαγιόνε < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζαμπαγιόνε ουδέτερο ή θηλυκό άκλιτο

  • γλυκό της ιταλικής κουζίνας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]