ζαργκόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαργκόν < γαλλική jargon

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζαργκόν ουδέτερο άκλιτο και τζάργκον

  • γλώσσα με ειδική ορολογία, λεξιλόγιο, ιδιωματισμούς και συντομογραφίες που σχετίζεται με κάποια συγκεκριμένη επιστημονική δραστηριότητα, επάγγελμα ή άλλη ομάδα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]