ζαχαρώσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ζαχαρώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζαχαρώνω
- θα ζαχαρώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζαχαρώνω