ζειρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζειρά < ίσως και ζιρά (αραβική λέξη μάλλον ή πάντως ξένη ρίζα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζειρά θηλυκό
- κελεμπία, φαρδύ ρούχο που φορούσαν οι Άραβες όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, αλλά και οι Θράκες, οι μεν για τη ζέστη, οι δε για το κρύο