ζεσταθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ζεσταθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζεσταίνομαι
  2. θα ζεσταθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζεσταίνομαι