ζηλέψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ζηλέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζηλεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζηλεύω
  3. θα ζηλέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζηλεύω