ζηλέψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ζηλέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζηλεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζηλεύω
- θα ζηλέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζηλεύω