ζωολογικός κήπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

ζωολογικός κήπος αρσενικό

  • περιφραγμένη έκταση όπου εκτίθενται στο κοινό αιχμαλωτισμένα άγρια ζώα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]