ζωολογικός κήπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ζωολογικός κήπος αρσενικό
- περιφραγμένη έκταση όπου εκτίθενται στο κοινό αιχμαλωτισμένα άγρια ζώα
ζωολογικός κήπος αρσενικό