ηλεκτροκάμινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηλεκτροκάμινος < ηλεκτρική + κάμινος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηλεκτροκάμινος θηλυκό και «Η/Κ»

  • καμίνι στο οποίο η ενέργεια προσδίδεται με ηλεκτρισμό (συνήθως κάμινος επεξεργασίας μετάλλων)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]