ηττηθείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ηττηθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηττώμαι
  2. θα ηττηθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηττώμαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ηττώμαι