θαλασσώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

θαλασσώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θαλασσώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θαλασσώνω
  3. θα θαλασσώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θαλασσώνω