θεομυσής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεομυσής < θεός + μύσος

Επίθετο[επεξεργασία]

θεομυσής, -ης, -ές

  • αυτός που φέρει μίασμα από θεό ή θεούς, ο μεμιασμένος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]