θεοσύλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεοσύλης αρσενικό
- αυτός που κλέβει τους ναούς και τα ιερά των θεών
- ο ιερόσυλος
θεοσύλης αρσενικό