θερμίστορ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θερμίστορ < αγγλική thermistor < thermal, resistor

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θερμίστορ ουδέτερο άκλιτο

  • είδος αντιστάτη του οποίου η ηλεκτρική αντίσταση μεταβάλλεται ανάλογα με τη θερμοκρασία του

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • όπως πολλές λέξεις προερχόμενες από τα αγγλικά συναντάται στον πληθυντικό και με σίγμα στο τέλος (θερμίστορς)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]