θηριάλωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηριάλωτος [ᾰ], ον < θηρίον + ἁλωτός

Επίθετο[επεξεργασία]

θηριάλωτος

  • αυτός που έχει συλληφθεί από άγρια θηρία

Πηγές[επεξεργασία]