ἁλωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἁλωτός < ἁλίσκομαι

Επίθετο[επεξεργασία]

ἁλωτός

  1. που μπορεί να αλωθεί
  2. που έχει κυριευτεί, αλωθεί
  3. (μεταφορικά) που μπορεί να γίνει, ο κατορθωτός