θησαυρίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θησαυρίζομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

θησαυρίζομαι

  1. συμπεριλαμβάνομαι σε λεξικό ή άλλη ταξινομημένη συλλογή λέξεων και όρων
    η λέξη "τιμονιέρα", αν και χρησιμοποιείται συχνά για τον χώρο ελέγχου του πλοίου, δεν έχει θησαυριστεί ούτε σε παλαιότερα Λεξικά ως έχει... (ΔΕΛΤΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΩΝ, Ακαδημία Αθηνών, τεύχος 11)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]