θρέψεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

θρέψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρέφω
  2. θα θρέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρέφω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

θρέψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θρέφω
  2. θα θρέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θρέφω