θρέφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρέφω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θρέφω < αρχαία ελληνική τρέφω

Ρήμα[επεξεργασία]

θρέφω

  1. τρέφω
  2. ανατρέφω
  3. (για τραύμα) επουλώνομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]