θρέψουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
θρέψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρέφω
- θα θρέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρέφω
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
θρέψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θρέφω
- θα θρέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θρέφω