θυσιαστείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
θυσιαστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θυσιάζομαι
- θα θυσιαστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θυσιάζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος θυσιάζομαι