θύεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

θύεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος θύω