ιδιοποιηθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ιδιοποιηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιδιοποιούμαι
- θα ιδιοποιηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιδιοποιούμαι