ιονίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ιονίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιονίζω
- θα ιονίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιονίζω