ισοζυγίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ισοζυγίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ισοζυγίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισοζυγίζομαι | ισοζυγιζόμουν(α) | θα ισοζυγίζομαι | να ισοζυγίζομαι | ||
β' ενικ. | ισοζυγίζεσαι | ισοζυγιζόσουν(α) | θα ισοζυγίζεσαι | να ισοζυγίζεσαι | (ισοζυγίζου) | |
γ' ενικ. | ισοζυγίζεται | ισοζυγιζόταν(ε) | θα ισοζυγίζεται | να ισοζυγίζεται | ||
α' πληθ. | ισοζυγιζόμαστε | ισοζυγιζόμαστε ισοζυγιζόμασταν |
θα ισοζυγιζόμαστε | να ισοζυγιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ισοζυγίζεστε | ισοζυγιζόσαστε ισοζυγιζόσασταν |
θα ισοζυγίζεστε | να ισοζυγίζεστε | (ισοζυγίζεστε) | |
γ' πληθ. | ισοζυγίζονται | ισοζυγίζονταν ισοζυγιζόντουσαν |
θα ισοζυγίζονται | να ισοζυγίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ισοζυγίστηκα | θα ισοζυγιστώ | να ισοζυγιστώ | ισοζυγιστεί | ||
β' ενικ. | ισοζυγίστηκες | θα ισοζυγιστείς | να ισοζυγιστείς | ισοζυγίσου | ||
γ' ενικ. | ισοζυγίστηκε | θα ισοζυγιστεί | να ισοζυγιστεί | |||
α' πληθ. | ισοζυγιστήκαμε | θα ισοζυγιστούμε | να ισοζυγιστούμε | |||
β' πληθ. | ισοζυγιστήκατε | θα ισοζυγιστείτε | να ισοζυγιστείτε | ισοζυγιστείτε | ||
γ' πληθ. | ισοζυγίστηκαν ισοζυγιστήκαν(ε) |
θα ισοζυγιστούν(ε) | να ισοζυγιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ισοζυγιστεί | είχα ισοζυγιστεί | θα έχω ισοζυγιστεί | να έχω ισοζυγιστεί | ισοζυγισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ισοζυγιστεί | είχες ισοζυγιστεί | θα έχεις ισοζυγιστεί | να έχεις ισοζυγιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ισοζυγιστεί | είχε ισοζυγιστεί | θα έχει ισοζυγιστεί | να έχει ισοζυγιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ισοζυγιστεί | είχαμε ισοζυγιστεί | θα έχουμε ισοζυγιστεί | να έχουμε ισοζυγιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ισοζυγιστεί | είχατε ισοζυγιστεί | θα έχετε ισοζυγιστεί | να έχετε ισοζυγιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ισοζυγιστεί | είχαν ισοζυγιστεί | θα έχουν ισοζυγιστεί | να έχουν ισοζυγιστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ισοζυγίζομαι
|