ισοζυγιάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ισοζυγιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ισοζυγιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισοζυγιάζω
  3. θα ισοζυγιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισοζυγιάζω