ισοπεδώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ισοπεδώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ισοπεδώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισοπεδώνω
  3. θα ισοπεδώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισοπεδώνω