ισχνάνει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ισχνάνει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ισχναίνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισχναίνω
- θα ισχνάνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισχναίνω