κάθε τρεις και λίγο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κάθε τρεις και λίγο
- (επιρρηματική έκφραση) συχνά, κάθε τόσο, επανειλημμένα, συνήθως για κάτι που δεν εγκρίνεται απόλυτα
- Αμάν πια! Κάθε τρεις και λίγο στο ψυγείο σε βρίσκω!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάθε τρεις και λίγο
|