κάθε τρεις και λίγο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

κάθε τρεις και λίγο

  1. (επιρρηματική έκφραση) συχνά, κάθε τόσο, επανειλημμένα, συνήθως για κάτι που δεν εγκρίνεται απόλυτα
    Αμάν πια! Κάθε τρεις και λίγο στο ψυγείο σε βρίσκω!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]