κάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάνα < κανένα

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

κάνα

  1. κανένα
  2. (όταν ακολουθείται από το δύο ή το δυο) κανέναν ή καμία
    τον ακολούθησαν κάνα δυο γυναίκες

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]