καβγαδίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καβγαδίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καβγαδίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καβγαδίζω
- θα καβγαδίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καβγαδίζω