καθίσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καθίσεις και κάτσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κάθομαι
  2. θα καθίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κάθομαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καθίσεις και κάτσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθίζω
  2. θα καθίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθίζω