καθιδρύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καθιδρύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος καθιδρύω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθιδρύομαι | καθιδρυόμουν(α) | θα καθιδρύομαι | να καθιδρύομαι | ||
β' ενικ. | καθιδρύεσαι | καθιδρυόσουν(α) | θα καθιδρύεσαι | να καθιδρύεσαι | (καθιδρύου) | |
γ' ενικ. | καθιδρύεται | καθιδρυόταν(ε) | θα καθιδρύεται | να καθιδρύεται | ||
α' πληθ. | καθιδρυόμαστε | καθιδρυόμαστε καθιδρυόμασταν |
θα καθιδρυόμαστε | να καθιδρυόμαστε | ||
β' πληθ. | καθιδρύεστε | καθιδρυόσαστε καθιδρυόσασταν |
θα καθιδρύεστε | να καθιδρύεστε | (καθιδρύεστε) | |
γ' πληθ. | καθιδρύονται | καθιδρύονταν καθιδρυόντουσαν |
θα καθιδρύονται | να καθιδρύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθιδρύθηκα | θα καθιδρυθώ | να καθιδρυθώ | καθιδρυθεί | ||
β' ενικ. | καθιδρύθηκες | θα καθιδρυθείς | να καθιδρυθείς | καθιδρύσου | ||
γ' ενικ. | καθιδρύθηκε | θα καθιδρυθεί | να καθιδρυθεί | |||
α' πληθ. | καθιδρυθήκαμε | θα καθιδρυθούμε | να καθιδρυθούμε | |||
β' πληθ. | καθιδρυθήκατε | θα καθιδρυθείτε | να καθιδρυθείτε | καθιδρυθείτε | ||
γ' πληθ. | καθιδρύθηκαν καθιδρυθήκαν(ε) |
θα καθιδρυθούν(ε) | να καθιδρυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καθιδρυθεί | είχα καθιδρυθεί | θα έχω καθιδρυθεί | να έχω καθιδρυθεί | καθιδρυμένος | |
β' ενικ. | έχεις καθιδρυθεί | είχες καθιδρυθεί | θα έχεις καθιδρυθεί | να έχεις καθιδρυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καθιδρυθεί | είχε καθιδρυθεί | θα έχει καθιδρυθεί | να έχει καθιδρυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καθιδρυθεί | είχαμε καθιδρυθεί | θα έχουμε καθιδρυθεί | να έχουμε καθιδρυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καθιδρυθεί | είχατε καθιδρυθεί | θα έχετε καθιδρυθεί | να έχετε καθιδρυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καθιδρυθεί | είχαν καθιδρυθεί | θα έχουν καθιδρυθεί | να έχουν καθιδρυθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθιδρύομαι
|