καθορίσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καθορίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθορίζω
- θα καθορίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθορίζω