καθυστερήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καθυστερήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθυστερώ
  2. θα καθυστερήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθυστερώ