κακοζώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]κακοζώ
- ζω με δυσκολίες, κακοπερνάω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κακοζώ
|
Δείτε επίσης : κακοζωῶ |
κακοζώ
|